- φιλαίακτος
- φιλ-αίακτος, Wehklagen liebend, gern klagend od. Wehklagen hervorrufend
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
φιλαίακτος — ον, Α 1. αυτός που αγαπά τους θρήνους, που τού αρέσει να κλαίει, κλαψιάρης 2. συνεκδ. αξιοθρήνητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + αἰακτός «αξιοθρήνητος, ελεεινός»] … Dictionary of Greek
φιλαιάκτων — φιλαίακτος lamentable masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)